παραγοντισμός

παραγοντισμός
ο
η χρησιμοποίηση παραγόντων της πολιτικής κτλ. ζωής για την επίτευξη προνομιακής μεταχείρισης· το να παίζει κανείς το ρόλο του παράγοντα. Ρ. παραγοντίζω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραγοντισμός — ο η επικράτηση στην πολιτική ζωή τών κομματικών παραγόντων και όχι τών ιδεολογικών αρχών, χαρακτηρισμός ενός προτύπου κοινωνικής συμπεριφοράς που καθορίζεται από άτομα τα οποία λόγω τής θέσης τους ή άλλων πλεονεκτημάτων διαδραματίζουν ανεπίσημο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”