- παραγοντισμός
- οη χρησιμοποίηση παραγόντων της πολιτικής κτλ. ζωής για την επίτευξη προνομιακής μεταχείρισης· το να παίζει κανείς το ρόλο του παράγοντα. Ρ. παραγοντίζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.